- αμφιμάχομαι
- ἀμφιμάχομαι (Α)1. επιτίθεμαι με δριμύτητα, πολιορκώ2. μάχομαι για την υπεράσπιση ή απόκτηση ενός πράγματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + μάχομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμφιμάχου — ἀμφιμάχομαι fight round pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἀμφιμάχομαι fight round imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφεμάχοντο — ἀμφιμάχομαι fight round imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιμαχομένους — ἀμφιμάχομαι fight round pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιμάχεσθαι — ἀμφιμάχομαι fight round pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιμάχοιντο — ἀμφιμάχομαι fight round pres opt mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιμάχοιο — ἀμφιμάχομαι fight round pres opt mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιμάχονται — ἀμφιμάχομαι fight round pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιμάχωμαι — ἀμφιμάχομαι fight round pres subj mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιμάχωνται — ἀμφιμάχομαι fight round pres subj mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek